θεοκήρυξ

θεοκήρυξ
θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ)
ο κήρυκας τού θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο τού θεού
αρχ.
πληθ. oἱ θεοκήρυκες
οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + κήρυξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • богопроповѣдьникъ — БОГОПРОПОВѢДЬНИК|Ъ (2*), А с. Проповедник божьего учения, христианской религии: б҃опроповѣдници бо и ап(с)лi въ всѩку срѣду и пѩ(т)токъ [так!] подобаѥть рѣша поститисѩ КР 1284, 342г; Ре(ч) бо сѩ б҃опроповѣдниче истиньн(ы)и. ст҃ымъ ап(с)ломъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”